πρέσβιστος

πρέσβιστος
και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, -άτη, -ον, Α
(ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς)
1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει», Ύμν. Ομ.
β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πρόεδρος τής γερουσίας («πρήγιστος βουλῆς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. τού πρέσβυς, κατά τα κύδιστος, κράτιστος. Για τον τ. πρείγιστος βλ. λ. πρέσβυς, ενώ οι τ. πρήγιστος και πρίγιστος που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό τού -ει-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρέσβιστος — eldest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβιστον — πρέσβιστος eldest masc acc sg πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβίστη — πρέσβιστος eldest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβίστην — πρέσβιστος eldest fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβίστῳ — πρέσβιστος eldest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβιστα — πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβισθ' — πρέσβιστα , πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc pl πρέσβιστε , πρέσβιστος eldest masc voc sg πρέσβισται , πρέσβιστος eldest fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβίστα — πρεσβίστᾱ , πρέσβιστος eldest fem nom/voc/acc dual πρεσβίστᾱ , πρέσβιστος eldest fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβίστας — πρεσβίστᾱς , πρέσβιστος eldest fem acc pl πρεσβίστᾱς , πρέσβιστος eldest fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρήγιστος — και πρίγιστος, η, ον, Α βλ. πρέσβιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”