- πρέσβιστος
- και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, -άτη, -ον, Α(ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς)1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει», Ύμν. Ομ.β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)2. το αρσ. ως ουσ. πρόεδρος τής γερουσίας («πρήγιστος βουλῆς», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. τού πρέσβυς, κατά τα κύδιστος, κράτιστος. Για τον τ. πρείγιστος βλ. λ. πρέσβυς, ενώ οι τ. πρήγιστος και πρίγιστος που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό τού -ει-].
Dictionary of Greek. 2013.